δευτερότερος

δευτερότερος
-η, -ο
αυτός που είναι κατώτερος από κάποιον άλλο στην αξία, τη σημασία, την ποιότητα, ο κατώτερος, ο δευτερεύων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿՐՈՐԴԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 0702 Chronological Sequence: 8c ա. δευτερότερος յն. ոճով իբր Յետնագոյն, աւելի յետոյ. *Ժամանակօք քան զառաքեալսն երկրորդագոյն երեւեալ. Աթ. ի ստեփ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ύστερος — η, ο (συγκρ. υστερότερος, υπερθ. ύστατος) 1. αυτός που χρονικά ή σε σειρά ακολουθεί άλλον, επόμενος, κατοπινός: Ύστερη σκέψη. 2. μτφ., αυτός που υστερεί, κατώτερος, δευτερότερος, παρακατιανός: Η ποιότητα αυτού του ξύλου είναι ύστερη. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”